- ανωμαλία
- Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό.
(Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος, δηλαδή το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει κάποια στιγμή το σώμα με τον Ήλιο. Η γωνία αυτή μετριέται από το περιήλιο μέχρι το σώμα, κατά τη διεύθυνση κίνησής του γύρω από τον Ήλιο. Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο του Κέπλερ, η αληθινή α. μεταβάλλεται πιο γρήγορα όταν το ουράνιο σώμα κινείται κοντά στο περιήλιο και πιο αργά όταν κινείται κοντά στο αφήλιο.
έκκεντρη α. H γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα στην κατεύθυνση του περιηλίου και την ευθεία που συνδέει το ουράνιο σώμα με το κέντρο της ελλειπτικής του τροχιάς.
μέση α. Η γωνία που σχηματίζει η κατεύθυνση του περιηλίου με την επιβατική ακτίνα ενός εικονικού σημείου που ξεκινά από την κίνησή του ταυτόχρονα με το ουράνιο σώμα, έχει την ίδια περίοδο με αυτό και κινείται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα.
(Βιολ.) Α. ονομάζεται η διάπλαση ενός οργανισμού ή ενός μόνο οργάνου που παρεκκλίνει από τους βιολογικούς νόμους (αλλιώς, τερατομόρφωση). Α. χαρακτηρίζεται και η ατροφική ή υπερτροφική ανάπτυξη ενός οργάνου στο έμβρυο, όπως και η χρονική καθυστέρηση του αρχικού σχηματισμού του. Οι α. μπορεί να είναι συγγενείς (κληρονομικές ή τυχαίες) ή επίκτητες (μόνιμες ή παροδικές, από ασθένεια ή τραυματική βλάβη). Οι α. εμφανίζονται πιο συχνά στα φυτά και σπάνια προκαλούν σε αυτά λειτουργικές διαταραχές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα ζώα.
(Γεωλ.) οπτικές α. των ορυκτών. Η ιδιορρυθμία ορισμένων κρυσταλλικών ορυκτών να παρουσιάζουν οπτικές ιδιότητες που δεν ανήκουν σε αυτά,σύμφωνα με τη γεωμετρική τους συμμετρία, όπως επίσης και η ιδιορρυθμία φαινομενικά άμορφων ορυκτών να παρουσιάζουν οπτικά φαινόμενα ανισοτρόπων σωμάτων.
(Μετεωρ.) Α. λέγεται η θετική ή αρνητική απομάκρυνση της τιμής ενός μετεωρολογικού μεγέθους από τη μέση ή κανονική του τιμή. Για παράδειγμα, θερμική α. σε έναν τόπο είναι η διαφορά της μέσης θερμοκρασίας του από τη μέση θερμοκρασία του παράλληλου στον οποίο βρίσκεται o τόπος (η α. είναι θετική όταν η θερμοκρασία του τόπου είναι μεγαλύτερη από τη θερμοκρασία που αντιστοιχεί στον παράλληλο). Αν συνδεθούν με μία γραμμή οι τόποι ίσης α., θα προκύψει η λεγόμενη ισοανώμαλος καμπύλη ή γραμμή ίσης θερμικής α.
* * *η (Α ἀνωμαλία)1. έλλειψη ομαλότητας ή ομοιομορφίας2. (για καταστάσεις) αναστάτωση, ακαταστασία, αταξίανεοελλ.1. (για έδαφος ή επιφάνεια) τραχύτητα, ύπαρξη κοιλωμάτων ή προεξοχών2. (για οργανισμούς) αφύσικη κατασκευή, εκτροπή από τα κοινά κατά είδος χαρακτηριστικά3. (για οργανισμό ή μηχανισμό) κακή λειτουργία, βλάβη4. ανωμαλία διανοητική, ανισορροπία5. αφύσικη σεξουαλική συμπεριφορά, διαστροφή6. (Γραμμ.) εκτροπή, παρέκκλιση από γενικό κανόνα γραμματικού συστήματοςαρχ.1. (για πρόσωπα) ασυνέπεια, αντίφαση2. ανισότητα3. διαφορά ανομοιότητα4. αδιαθεσία5. (Αστρον.) παροδικό φαινόμενο, διατάραξη της ισορροπίας των σχέσεων των ουράνιων σωμάτων (π.χ. έκλειψη).
Dictionary of Greek. 2013.